- ψεμμή
- ἡ, Αμονάδα βάρους ίση με το 1/3 τού γράμματος, μονάδας που ισοδυναμούσε με το 1/24 τής ουγγιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψεμμῶν — ψεμμή *Geom. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)